- ἀπόδομα
- ἀπόδομαgiftneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόδομα — το (AM ἀπόδομα) [αποδίδωμι] δώρο, προσφορά μσν. νεοελλ. το τέλος της ζωής, τα στερνά … Dictionary of Greek
ՀԱՏՈՒՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 2 0059 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c գ. ἁπόδομα, ἁνταπόδομα retributio, redditio. Հատուցանելն, եւ հատուցանիլն. փոխարէն. տրիրտուր. վճրումն, եւ վճարք. գործ. վարձ. պատիժ. վրէժխնդրութիւն. դատաստան. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)